- μνααίος
- μνααῑος και μναῑος και μνάϊος -α, -ον (Α)αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνααῖος — μνᾱαῖος , μνααῖος of the weight of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααῖον — μνᾱαῖον , μνααῖος of the weight of a masc acc sg μνᾱαῖον , μνααῖος of the weight of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααίων — μνᾱαί̱ων , μνααῖος of the weight of a fem gen pl μνᾱαί̱ων , μνααῖος of the weight of a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμνααίος — διμνααίος, α, ον (Α) αυτός που παίρνει ως αμοιβή ή μισθό δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μνααίος < μνά α, μνα] … Dictionary of Greek
μναίος — μναῑος και μνάιος, α, ον (Α) βλ. μνααίος … Dictionary of Greek
μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααῖοι — μνᾱαῖοι , μνααῖος of the weight of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααίους — μνᾱαί̱ους , μνααῖος of the weight of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)